- κλιματάρχαι
- κλιματάρχηςgovernor of a provincemasc nom/voc plκλιματάρχᾱͅ , κλιματάρχηςgovernor of a provincemasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLIMATARCHAE — Graece Κλιματάρχαι, apud Simocattain, l. 3. c. 9. l. 4. c. 7. et Constantinum Manassem, p. 139. et 168. Praefecti sunt Climatum, h. e. provinciarum seu regionum: quam vocis huius notionem ab Arabibus mutuati sunt Graeci Byzantini. Alias de… … Hofmann J. Lexicon universale
κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… … Dictionary of Greek